μετασάλεμα

μετασάλεμα
το [μετασαλεύω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετασαλεύω, βίαιη μετακίνηση, ξαφνική αλλαγή θέσης, τίναγμα, τράνταγμα, κραδασμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”